ψείρας
希臘語[編輯]
發音[編輯]
詞源1[編輯]
ψείρ(α) f (pseír(a), 「蝨子」) + 陽性詞尾 -ας (-as)。
名詞[編輯]
ψείρας (pseíras) m
- (貶義,指人) 挑剔的人
- 近義詞: τελειομανής (teleiomanís)、σχολαστικός (scholastikós)
- (基本不用於正面意思) 拘泥於細節
- 近義詞: σχολαστικός (scholastikós)、λεπτολόγος (leptológos)
變格[編輯]
詞源2[編輯]
請參閲主詞條的詞源章節。
名詞[編輯]
ψείρας (pseíras) f
延伸閱讀[編輯]
- ψείρας in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.