αναθεματίζω

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:anathematizo

希臘語[编辑]

動詞[编辑]

αναθεματίζω (anathematízo) (過去簡單式 αναθεμάτισα被動語態 αναθεματίζομαι)

  1. 詛咒
  2. (基督教) 絕罰

變位[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]