跳转到内容

ανεμοστρόβιλος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

άνεμος (ánemos, ) +‎ στρόβιλος (stróvilos, 渦旋)

名詞[编辑]

ανεμοστρόβιλος (anemostróvilosm (复数 ανεμοστρόβιλοι)

  1. (氣象學) 塵暴
  2. (氣象學) 龍捲風 (不準確)

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]

同類詞彙[编辑]

拓展閱讀[编辑]