跳至內容

φονεύω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 φονεύω (phoneúō)

發音[編輯]

動詞[編輯]

φονεύω (fonévo) (過去簡單式 φόνευσα被動語態 φονεύομαι被動過去 φονεύτηκα/φονεύθηκα被動完成分詞 φονευμένος)

  1. (正式) 殺害謀殺
    近義詞: σκοτώνω (skotóno)

變位[編輯]

相關詞彙[編輯]