跳至內容

υπίλαρχος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

其他寫法[編輯]

名詞[編輯]

υπίλαρχος (ypílarchosm f (複數 υπίλαρχοι)

  1. (棄用) 騎兵中尉
  2. (軍事) 裝甲部隊中尉
    近義詞: (簡稱) υπλγος (yplgos)

變格[編輯]

同類詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]