希臘語[編輯]
源自法語 hydrogène,在希臘語中被同化,等同於υδρο- (ydro-, 「水」) + γόνος (gónos, 「後代」)。最早見於1871年。
- 國際音標(幫助):/iðroˈɣono/
- 斷字:υ‧δρο‧γό‧νο
υδρογόνο (ydrogóno) n (不可數)
- (化學) 氫
υδρογόνο (ydrogóno)的變格
|
單數
|
主格
|
υδρογόνο •
|
屬格
|
υδρογόνου •
|
賓格
|
υδρογόνο •
|
呼格
|
υδρογόνο •
|
同類詞彙[編輯]
延伸閱讀[編輯]