τρένο
希臘語[編輯]
其他寫法[編輯]
- τραίνο n (traíno)
詞源[編輯]
發音[編輯]
名詞[編輯]
τρένο (tréno) n (複數 τρένα)
- (交通) 火車,列車
- 近義詞: αμαξοστοιχία (amaxostoichía)、συρμός (syrmós)
變格[編輯]
同類詞彙[編輯]
- σιδηρόδρομος m (sidiródromos, 「鐵道,鐵路」)
- 參見:αμαξοστοιχία f (amaxostoichía)
- ταχεία f (tacheía, 「特快列車」)
相關詞彙[編輯]
- τρενάκι n (trenáki, 指小詞)