跳至內容

σιδηρουργείο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

σιδηρουργείο (sidirourgeíon (複數 σιδηρουργεία)

  1. 鐵匠鋪

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]