跳至內容

πώληση

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 πώλησις (pṓlēsis)

名詞[編輯]

πώληση (pólisif (複數 πωλήσεις)

  1. (商業) 出售銷售
    πώληση όπλωνpólisi óplon武器銷售
    πώληση διαμερίσματοςpólisi diamerísmatos公寓銷售

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]