μυοκάρδιο
希臘語[編輯]
名詞[編輯]
μυοκάρδιο (myokárdio) n (不可數)
- 〈解〉 心肌
變格[編輯]
μυοκάρδιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | μυοκάρδιο • | μυοκάρδια • |
屬格 | μυοκαρδίου • | μυοκαρδίων • |
賓格 | μυοκάρδιο • | μυοκάρδια • |
呼格 | μυοκάρδιο • | μυοκάρδια • |
派生詞[編輯]
- έμφραγμα του μυοκαρδίου n (émfragma tou myokardíou, 「心肌炎」)