跳至內容

ημερήσιος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自ημέρα (iméra, 日子,天)

形容詞[編輯]

ημερήσιος (imerísiosm (陰性 ημερήσια,中性 ημερήσιο)

  1. 每日的,每天

變格[編輯]

近義詞[編輯]

同類詞彙[編輯]

相關詞彙[編輯]

  • 參見:ημέρα f (iméra, 日子,天)