跳至內容

διορίζω

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

動詞[編輯]

διορίζω (diorízo) (過去簡單式 διόρισα被動語態 διορίζομαι)

  1. 任命委派

變位[編輯]