βλαστοκύτταρο
希臘語[編輯]
名詞[編輯]
βλαστοκύτταρο (vlastokýttaro) n
- (生物學,細胞學) 幹細胞
變格[編輯]
βλαστοκύτταρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | βλαστοκύτταρο • | βλαστοκύτταρα • |
屬格 | βλαστοκυττάρου • | βλαστοκυττάρων • |
賓格 | βλαστοκύτταρο • | βλαστοκύτταρα • |
呼格 | βλαστοκύτταρο • | βλαστοκύτταρα • |