跳至內容

ανθρωπολόγος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

ανθρωπολόγος (anthropológosm f (複數 ανθρωπολόγοι)

  1. 人類學家

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]