跳至內容

ανηλικιότητα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

ανηλικιότητα (anilikiótitaf (複數 ανηλικιότητες)

  1. 未成年

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]