跳转到内容

ἀνατελλόμενος

维基词典,自由的多语言词典

古希腊语[编辑]

发音[编辑]

 

分词[编辑]

ἀνατελλόμενος (anatellómenosm (阴性 ἀνατελλομένη,中性 ἀνατελλόμενον); 第一类/第三类变格

  1. ἀνατέλλω (anatéllō)现在时被动态分词

屈折[编辑]