跳转到内容

ολλανδέζικος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

ολλανδέζικος (ollandézikosm (阴性 ολλανδέζικη,中性 ολλανδέζικος)

  1. 荷兰

变格[编辑]

近义词[编辑]

相关词汇[编辑]