μαρξίστρια
希腊语[编辑]
名词[编辑]
μαρξίστρια (marxístria) f (复数 μαρξίστριες,阳性 μαρξιστής)
- (哲学,政治,经济学) 女性马克思主义者
变格[编辑]
μαρξίστρια的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | μαρξίστρια • | μαρξίστριες • |
属格 | μαρξίστριας • | μαρξιστριών • |
宾格 | μαρξίστρια • | μαρξίστριες • |
呼格 | μαρξίστρια • | μαρξίστριες • |
相关词汇[编辑]
- 参见:μαρξισμός m (marxismós, “马克思主义”)