跳转到内容

λαιμητόμος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

源自古希腊语 λαιμός (laimós, 喉咙) + τομή (tomḗ, 切断)

名词[编辑]

λαιμητόμος (laimitómosf (复数 λαιμητόμοι)

  1. 断头台

变格[编辑]

近义词[编辑]