跳转到内容

απύθμενος

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

形容词[编辑]

απύθμενος (apýthmenosm (阴性 απύθμενη,中性 απύθμενο)

  1. 无底
    近义词: ξέκωλος (xékolos)

变格[编辑]

延伸阅读[编辑]