Category:古希臘語4音節詞
分類 » 所有語言 » 古希臘語 » 依詞彙屬性分類的詞 » 依音位屬性分類的詞 » 依音節數分類的詞 » 4
有4個音節的古希臘語詞。
頂 – Α Β Γ Δ Ε (Ϝ) Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π (Ϙ) Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω (Ϡ) |
分类“古希臘語4音節詞”中的页面
以下200个页面属于本分类,共3,383个页面。
(上一页)(下一页)Α
- αὐδάομαι
- αὐδήεσσα
- αὐδήσασκε
- αὐδήσασκεν
- αὐδήσομαι
- αὐδώμενος
- αὐξηθῆναι
- αὐτόνομοι
- αὐτόνομον
- αὐτερέται
- αὐτονόμοις
- αὐτονόμου
- αὐτονόμους
- αὐτονόμῳ
- αὐτονόμων
- αὐτοψία
- Αἰγίσθοιο
- Αἰγύπτια
- Αἰγύπτιαι
- Αἰγύπτιε
- Αἰγύπτιοι
- Αἰγύπτιον
- Αἰγύπτιος
- αἰγιαλοῖς
- Αἰγινήταις
- Αἰγινῆται
- Αἰγυπτία
- Αἰγυπτίαι
- Αἰγυπτίᾳ
- Αἰγυπτίαιν
- Αἰγυπτίαις
- Αἰγυπτίαν
- Αἰγυπτίας
- Αἰγυπτίοιν
- Αἰγυπτίοις
- Αἰγυπτίου
- Αἰγυπτίους
- Αἰγυπτίω
- Αἰγυπτίῳ
- Αἰγυπτίων
- Αἰγυπτιῶν
- αἰειμνήστου
- αἰθόμενος
- αἰνότατε
- αἰνότατος
- Αἰνείαο
- αἰσθάνεται
- αἰσθόμενοι
- αἰσθόμενος
- αἰσχύνομαι
- αἰτήσεως
- αἰχμαλώτους
- αἰχμητάων
Β
- Βαβυλῶνα
- Βαβυλῶνι
- Βαβυλῶνος
- βαινόμενον
- βαινόμενος
- βαινομένη
- βαλλόμενος
- βαλλομένων
- βαρύτητα
- βαρύτητος
- βαρβαρικῷ
- βασίλειαι
- βασίλισσα
- βασιλέα
- βασιλέας
- βασιλέων
- βασιλέως
- βασιλήων
- βασιλείαν
- βασιλεύων
- βασιλεῖαι
- βασιλεῦσι
- βασιλεῦσιν
- βασιλῆα
- βασιλῆας
- βασιλῆες
- βασιλῆος
- βασιλῆϊ
- βδελύγμασι
- βδελύγμασιν
- βδελύγματα
- βδελύγματε
- βδελύγματι
- βδελύγματος
- βδελυγμάτοιν
- βδελυγμάτων
- βεβαιώσει
- βεβαιώσεις
- βεβαιώσω
- βεβηκυῖα
- βεβλημένον
- βεβλημένος
- βελέεσσι
- βελέεσσιν
- βησόμενος
- βιότοιο
- βιοτεύσειν
- βλεφάροισι
- βλεφάροισιν
- βοήθειαι
- βοήθειαν
- βοηθείᾳ
- βοηθείαις
- βοηθείας
- βοηθειῶν
- βοηθῆσαι
- Βοιωτίαν
- Βορέαο
- βουλήσονται
- βουλόμενοι
- βουλόμενον
- βουλόμενος
- βουλεύεσθαι
- βουλεύσεσθαι
- βουληφόρε
- βουλομένη
- βουλομένων
- βραδυτῆτος
- Βρισηΐδα
- βροτόεντα
Γ
- γεγάασιν
- γεγένημαι
- γεγονότα
- γεγονότος
- γεγονότων
- γενέσει
- γενέσεων
- γενέσεως
- Γενέσεως
- γενήσεται
- γενήσομαι
- γενόμενα
- γενόμενοι
- γενόμενον
- γενόμενος
- γεννάσεως
- γεννήτορα
- γεννήτορας
- γεννήτορες
- γεννήτορι
- γεννήτορος
- γεννήτορσι
- γεννήτορσιν
- γεννητόρων
- γενομένη
- γενομένῃ
- γενομένην
- γενομένης
- γενομένου
- γενομένων
- Γερμανία
- γεωργίαν
- γεωργίας
- γιγνόμεθα
- γιγνόμενα
- γιγνόμενοι
- γιγνόμενος
- γιγνομένης
- γιγνομένους
- γιγνομένων
- γλαυκώπιδι
- γλαφυρῇσι
- γλαφυρῇσιν
- γλαφυροῖσι
- γοόωσα
- γονυπετές
- γονυπετεῖ
- γονυπετεῖς
- γονυπετῆ
- γονυπετοῖν
- γονυπετοῦς
- γραμματικῶν
- γραφόμενα
- γραφόμενος
- γυμνάζεσθαι