跳转到内容

τηλεφωνώ

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

其他寫法[编辑]

發音[编辑]

動詞[编辑]

τηλεφωνώ (tilefonó) / τηλεφωνάω (過去簡單式 τηλεφώνησα被動語態 τηλεφωνιέμαι被動過去 τηλεφωνήθηκα)

  1. 打電話
  2. (用被動形) 通話

變位[编辑]

相關詞彙[编辑]