σφιγκτήρας

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 σφιγκτήρ (sphinktḗr)

名詞[编辑]

σφιγκτήρας (sfigktírasm (复数 σφιγκτήρες)

  1. 括約肌
  2. 鉗子

變格[编辑]

拓展閱讀[编辑]