跳转到内容

πευκοβελόνα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 πεύκη (peúkē, 松樹) + βελόνη (belónē, )

名詞[编辑]

πευκοβελόνα (pefkovelónaf (复数 πευκοβελόνες)

  1. (植物學) 松針

變格[编辑]