ορκίζομαι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

動詞[编辑]

ορκίζομαι (orkízomai) 被動語態 (過去簡單式 ορκίστηκα主動語態 ορκίζω)

  1. (法律) 發誓宣誓

變位[编辑]

參見:ορκίζω (orkízo)

相關詞彙[编辑]