ζεστός
古希臘語[编辑]
詞源[编辑]
源自ζέω (zéō, “沸騰”) + -τός (-tós, 形容詞後綴)。
發音[编辑]
- (公元前5世紀,阿提卡) 國際音標(幫助):/zdes.tós/
- (公元1世紀,通用) 國際音標(幫助):/zesˈtos/
- (公元4世紀,通用) 國際音標(幫助):/zesˈtos/
- (公元10世紀,拜占庭) 國際音標(幫助):/zesˈtos/
- (公元10世紀,君士坦丁堡) 國際音標(幫助):/zesˈtos/
形容詞[编辑]
ζεστός (zestós) m (陰性 ζεστή,中性 ζεστόν); 第一類/第二類
變格[编辑]
Module:Grc-decl/table第65行Lua错误:attempt to call upvalue 'get_label' (a nil value)
派生詞[编辑]
- ζεστολουσῐ́ᾱ (zestolousíā)
- ζεστότης (zestótēs)
- ζεστᾰ́κρᾱτᾰ (zestákrāta)
拓展閱讀[编辑]
- “ζεστός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- “ζεστός”, in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
希臘語[编辑]
詞源[编辑]
源自古希臘語 ζεστός (zestós),源自ζέω (zéō, “加熱,沸騰”)。
發音[编辑]
形容詞[编辑]
ζεστός (zestós) m (陰性 ζεστή,中性 ζεστό)
變格[编辑]
ζεστός 的變格
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ζεστότερος • | ζεστότερη • | ζεστότερο • | ζεστότεροι • | ζεστότερες • | ζεστότερα • |
屬格 | ζεστότερου • | ζεστότερης • | ζεστότερου • | ζεστότερων • | ζεστότερων • | ζεστότερων • |
賓格 | ζεστότερο • | ζεστότερη • | ζεστότερο • | ζεστότερους • | ζεστότερες • | ζεστότερα • |
呼格 | ζεστότερε • | ζεστότερη • | ζεστότερο • | ζεστότεροι • | ζεστότερες • | ζεστότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο ζεστότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ζεστότατος • | ζεστότατη • | ζεστότατο • | ζεστότατοι • | ζεστότατες • | ζεστότατα • |
屬格 | ζεστότατου • | ζεστότατης • | ζεστότατου • | ζεστότατων • | ζεστότατων • | ζεστότατων • |
賓格 | ζεστότατο • | ζεστότατη • | ζεστότατο • | ζεστότατους • | ζεστότατες • | ζεστότατα • |
呼格 | ζεστότατε • | ζεστότατη • | ζεστότατο • | ζεστότατοι • | ζεστότατες • | ζεστότατα • |
近義詞[编辑]
- θερμός (thermós)
同類詞彙[编辑]
相關詞彙[编辑]
- ζέστη f (zésti, “熱”)
- ζεσταίνω (zestaíno, “使溫暖,暖和起來”)
- ζεσταίνομαι (zestaínomai, “使自己暖和起來”)
- ζεσταμένος (zestaménos)