εξωτερικό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

εξωτερικό (exoterikón (复数 εξωτερικά)

  1. (唯單) 海外國外
  2. 外部
  3. (電視) 外景

變格[编辑]

形容詞[编辑]

εξωτερικό (exoterikó)

  1. εξωτερικός (exoterikós)賓格單數陽性形式。
  2. εξωτερικός (exoterikós)主格賓格呼格單數中性形式。

參見[编辑]