αρτοποιός
希臘語[编辑]
名詞[编辑]
αρτοποιός (artopoiós) m 或 f (复数 αρτοποιοί)
變格[编辑]
αρτοποιός的變格
近義詞[编辑]
- φούρναρης m (foúrnaris)
- φουρνάρισσα f (fournárissa)
- αρτοπώλης m (artopólis)
- αρτοπώλισσα f (artopólissa)
- ψωμάς m (psomás)
αρτοποιός (artopoiós) m 或 f (复数 αρτοποιοί)