跳转到内容

αλωπεκή

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

αλωπεκή (alopekín (复数 αλωπεκές)

  1. 狐狸毛皮
  2. (比喻義) 欺騙詭計

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]