αλλά

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἀλλά (allá, 但是)

連詞[编辑]

αλλά (allá)

  1. 但是
    Είναι έξυπνος αλλά τεμπέλης.
    Eínai éxypnos allá tempélis.
    他聰明,但是人懶。

近義詞[编辑]