αιμοφιλική

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

αιμοφιλική (aimofilikíf (复数 αιμοφιλικές,阳性 αιμοφιλικός)

  1. (醫學) 血友病患者

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

形容詞[编辑]

αιμοφιλική (aimofilikí)

  1. αιμοφιλικός (aimofilikós)主格賓格呼格單數陰性形式。

拓展閱讀[编辑]